I. optique [ɔptik] ΕΠΊΘ
II. optique [ɔptik] ΟΥΣ θηλ
1. optique (science):
2. optique (lentille):
- optique d'une caméra, d'un microscope
- Optik θηλ
3. optique (point de vue):
- optique
- Sichtweise θηλ
II. magnéto-optique <magnéto-optiques> [maɲetoɔptik] ΦΥΣ ΟΥΣ θηλ ΦΥΣ
- magnéto-optique
- Magnetooptik θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.