boutique [butik] ΟΥΣ θηλ
1. boutique οικ:
2. boutique (magasin de prêt-à-porter):
synoptique [sinɔptik] ΕΠΊΘ
I. écliptique [ekliptik] ΕΠΊΘ
écliptique απαρχ:
II. écliptique [ekliptik] ΟΥΣ αρσ ΑΣΤΡΟΝ
-
- Sonnenbahn θηλ
-
- Ekliptik θηλ
elliptique [eliptik] ΕΠΊΘ
1. elliptique:
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.