poétique [pɔetik] ΕΠΊΘ
1. poétique ΛΟΓΟΤ:
- poétique
-
- art poétique
- Dichtkunst θηλ
2. poétique (empreint de poésie):
- poétique
-
- poétique image, paysage
-
- poétique histoire
-
- poétique vision des choses
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.