II. boulanger (-ère) [bulɑ͂ʒe, -jɛʀ] ΠΑΡΆΘ
- boulanger (-ère)
-
boulanger-pâtissier (boulangère-pâtissière) <boulangers-pâtissiers> [bulɑ͂ʒepɑtisje (bulɑ͂ʒɛʀpɑtisjɛʀ)] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- boulanger-pâtissier (boulangère-pâtissière)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.