apprenti(e) [apʀɑ͂ti] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. apprenti (élève):
- apprenti(e)
-
- apprenti(e)
-
- apprenti boulanger/apprentie boulangère
-
- apprenti boulanger/apprentie boulangère
-
2. apprenti (débutant):
- apprenti(e)
-
ιδιωτισμοί:
apprenti αρσ
- apprenti
- Auszubildender αρσ
- apprenti
- Azubi αρσ/θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- apprenti boulanger/apprentie boulangère