apprenti(e) [apʀɑ͂ti] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. apprenti (élève):
- apprenti(e)
-
- apprenti boulanger/apprentie boulangère
-
- apprenti boulanger/apprentie boulangère
-
- elle est apprentie couturière
-
ιδιωτισμοί:
apprenti αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- elle est apprentie couturière
- apprenti boulanger/apprentie boulangère