I. acide [asid] ΕΠΊΘ
2. acide ΧΗΜ:
- acide solution, milieu
-
- acide solution, milieu
-
II. acide [asid] ΟΥΣ αρσ
1. acide ΒΙΟΛ, ΧΗΜ:
- acide
- Säure θηλ
- acide arachidonique
-
- acide ascorbique
-
- acide carbonique
-
- acide lactique
-
- acide phosphorique
-
2. acide γαλλ αργκό (drogue):
- acide
- LSD ουδ
acide ΟΥΣ
-
- Schwefligsäure θηλ
acide ΟΥΣ
-
- Kohlensäure θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.