Oxford Spanish Dictionary
I. hopeful [αμερικ ˈhoʊpfəl, βρετ ˈhəʊpfʊl, ˈhəʊpf(ə)l] ΕΠΊΘ
1. hopeful person:
2. hopeful (promising):
- hopeful sign/response/prospect
-
- hopeful sign/response/prospect
-
στο λεξικό PONS
I. hopeful [ˈhəʊpfəl, αμερικ ˈhoʊp-] ΕΠΊΘ
2. hopeful (promising):
- hopeful
-
II. hopeful [ˈhəʊpfəl, αμερικ ˈhoʊp-] ΟΥΣ pl
- hopeful
-
I. hopeful [ˈhoʊp·fəl] ΕΠΊΘ
2. hopeful (promising):
- hopeful
-
II. hopeful [ˈhoʊp·fəl] ΟΥΣ
- hopeful
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.