Oxford Spanish Dictionary
analysis <pl analyses [-lɪsiːz]> [αμερικ əˈnæləsəs, βρετ əˈnalɪsɪs] ΟΥΣ
1. analysis C or U:
2. analysis C or U (examination):
self-analysis [αμερικ ˈˌsɛlf əˈnæləsəs, βρετ] ΟΥΣ U
- self-analysis
- autoanálisis αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.