Oxford Spanish Dictionary
I. fat <comp fatter, superl fattest> [αμερικ fæt, βρετ fat] ΕΠΊΘ
1.1. fat (obese):
1.4. fat (thick):
2.1. fat (lucrative):
2.2. fat (large):
II. fat [αμερικ fæt, βρετ fat] ΟΥΣ
1. fat U or C:
vegetable [αμερικ ˈvɛdʒtəb(ə)l, ˈvədʒədəb(ə)l, βρετ ˈvɛdʒtəb(ə)l, ˈvɛdʒɪtəb(ə)l] ΟΥΣ
1.1. vegetable ΜΑΓΕΙΡ:
1.2. vegetable (plant):
στο λεξικό PONS
I. fat [fæt] ΕΠΊΘ
II. fat [fæt] ΟΥΣ
I. fat [fæt] ΕΠΊΘ
vegetable [ˈvedʒ·tə·bəl] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.