Oxford Spanish Dictionary
I. token [αμερικ ˈtoʊkən, βρετ ˈtəʊk(ə)n] ΟΥΣ
1.1. token (expression, indication):
II. token [αμερικ ˈtoʊkən, βρετ ˈtəʊk(ə)n] ΕΠΊΘ προσδιορ, no συγκρ
στο λεξικό PONS
I. token [ˈtəʊkən, αμερικ ˈtoʊ-] ΟΥΣ
I. token [ˈtoʊ·kən] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.