Oxford Spanish Dictionary
subtle <subtler [-tlər, -tlə(r)], subtlest [-tləst, -tlɪst]> [αμερικ ˈsədl, βρετ ˈsʌt(ə)l] ΕΠΊΘ
1.1. subtle (delicate, elusive):
1.2. subtle (not obvious):
1.3. subtle (tactful):
2.1. subtle (perceptive, discriminating):
2.2. subtle (ingenious, clever):
3. subtle (cunning):
- subtle αρχαϊκ
-
- subtle gradations of meaning
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.