Oxford Spanish Dictionary
smitten1 [αμερικ ˈsmɪtn, βρετ ˈsmɪtn] παρελθ part smite
smite <παρελθ smote, μετ παρακειμ smitten> [αμερικ smaɪt, βρετ smʌɪt] ΡΉΜΑ μεταβ αρχαϊκ or λογοτεχνικό (strike)
smitten2 ΕΠΊΘ pred
1. smitten (afflicted) λογοτεχνικό or χιουμ:
smite <παρελθ smote, μετ παρακειμ smitten> [αμερικ smaɪt, βρετ smʌɪt] ΡΉΜΑ μεταβ αρχαϊκ or λογοτεχνικό (strike)
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.