Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. smitten [βρετ ˈsmɪtn, αμερικ ˈsmɪtn] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ archaic
smitten → smite
II. smitten [βρετ ˈsmɪtn, αμερικ ˈsmɪtn] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.