στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. smitten [βρετ ˈsmɪtn, αμερικ ˈsmɪtn] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
smitten → smite II
II. smitten [βρετ ˈsmɪtn, αμερικ ˈsmɪtn] ΕΠΊΘ
2. smitten (in love):
- smitten
-
conscience-smitten [ˈkɒnʃənsˌsmɪtn] ΕΠΊΘ
- conscience-smitten
-
- conscience-smitten
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.