στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. pentito [penˈtito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
pentito → pentirsi
II. pentito [penˈtito] ΕΠΊΘ
pentito peccatore:
- pentito
-
III. pentito (pentita) [penˈtito] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
pentirsi [penˈtirsi] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.