Oxford Spanish Dictionary
safely [αμερικ ˈseɪfli, βρετ ˈseɪfli] ΕΠΊΡΡ
1.1. safely (without mishap, unharmed):
1.2. safely (without danger):
2. safely (in a safe place, securely):
3. safely (with certainty):
- safely say/assume
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.