Oxford Spanish Dictionary
apology <pl apologies> [αμερικ əˈpɑlədʒi, βρετ əˈpɒlədʒi] ΟΥΣ
1.1. apology (expression of regret):
1.2. apology (for not attending meeting) βρετ:
2.1. apology (poor specimen):
2.2. apology → apologia
- ungracious apology
-
- fumbling apology
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.