sweaty [ˈsweti, αμερικ -t̬-] ΕΠΊΘ
1. sweaty (covered in sweat):
- sweaty person
- verschwitzt <-er, -este>
2. sweaty (causing sweat):
- sweaty work
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.