στο λεξικό PONS
re·spon·sible [rɪˈspɒn(t)səbl̩, αμερικ -ˈspɑ:-] ΕΠΊΘ
1. responsible (accountable):
- sb is responsible for sth (duties, responsibilities)
- jdm obliegt etw τυπικ
- to hold sb responsible [for sth]
-
2. responsible (in charge):
3. responsible (sensible):
4. responsible (requiring responsibility):
so·cial·ly [ˈsəʊʃəli, αμερικ ˈsoʊ-] ΕΠΊΡΡ
1. socially (convivially):
2. socially (behaviourally):
4. socially (of the public):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
responsible ΕΠΊΘ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
socially responsible
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.