στο λεξικό PONS
ver·ant·wor·tungs·voll ΕΠΊΘ
1. verantwortungsvoll (mit Verantwortung verbunden):
- verantwortungsvoll
-
2. verantwortungsvoll → verantwortungsbewusst
I. ver·ant·wor·tungs·be·wusst ΕΠΊΘ
II. ver·ant·wor·tungs·be·wusst ΕΠΊΡΡ
- responsible job, task
- verantwortungsvoll
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
verantwortungsvoll ΕΠΊΘ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- verantwortungsvoll
-
-
- verantwortungsvoll
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.