στο λεξικό PONS
prom [prɒm, αμερικ prɑ:m] ΟΥΣ
1. prom αμερικ (school dance):
2. prom βρετ (concert):
I. sen·ior [ˈsi:niəʳ, αμερικ -njɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
2. senior προσδιορ (chief):
3. senior employee:
II. sen·ior [ˈsi:niəʳ, αμερικ -njɚ] ΟΥΣ
1. senior (older person):
2. senior (employee):
4. senior (pupil):
-
- Oberstufenschüler(in) αρσ (θηλ) (in Großbritannien und USA Bezeichnung für Schüler einer Highschool oder einer Collegeabgangsklasse)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.