στο λεξικό PONS
mer·can·tile ˈus·age ΟΥΣ no pl
us·age [ˈju:sɪʤ] ΟΥΣ
1. usage no pl:
2. usage no pl (customary practice):
3. usage ΓΛΩΣΣ (instance of using language):
- usage of a term, word
-
4. usage no pl ΓΛΩΣΣ (manner of using language):
mer·can·tile [ˈmɜ:kəntaɪl, αμερικ ˈmɜ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
mercantile usage ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
usage ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Verwendung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.