στο λεξικό PONS
I. curve [kɜ:v, αμερικ kɜ:rv] ΟΥΣ
1. curve (bending line):
II. curve [kɜ:v, αμερικ kɜ:rv] ΡΉΜΑ αμετάβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
isobenefit curve ΟΥΣ CTRL
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
curve ΥΠΟΔΟΜΉ
| I | curve |
|---|---|
| you | curve |
| he/she/it | curves |
| we | curve |
| you | curve |
| they | curve |
| I | curved |
|---|---|
| you | curved |
| he/she/it | curved |
| we | curved |
| you | curved |
| they | curved |
| I | have | curved |
|---|---|---|
| you | have | curved |
| he/she/it | has | curved |
| we | have | curved |
| you | have | curved |
| they | have | curved |
| I | had | curved |
|---|---|---|
| you | had | curved |
| he/she/it | had | curved |
| we | had | curved |
| you | had | curved |
| they | had | curved |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- island state
- isle
- islet
- islet of Langerhans
- IS-LM model
- isobenefit curve
- isobutyric acid
- ISO code
- isocost
- isogamete
- isogamous