hon1 [hʌn] ΟΥΣ esp αμερικ οικ
hon·ey [ˈhʌni] ΟΥΣ
1. honey no pl (fluid):
2. honey esp αμερικ αργκ:
4. honey:
hon2 [ɒn] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ esp βρετ
hon συντομογραφία: honorary
- hon
-
hon·or·ary [ˈɒnərəri, αμερικ ˈɑ:nəreri] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. honorary (unpaid):
Rt Hon ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
Rt Hon συντομογραφία: Right Honourable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.