I. eh·ren·haft [ˈe:rənhaft] ΕΠΊΘ
- ehrenhaft
- honourable [or αμερικ -orable]
II. eh·ren·haft [ˈe:rənhaft] ΕΠΊΡΡ
- ehrenhaft
- honourably [or αμερικ -orably]
-
- ehrenhaft
-
- ehrenhaft τυπικ
-
- ehrenhaft
-
- ehrenhaft
-
- ehrenhaft
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.