στο λεξικό PONS
geo·ther·mal [ˌʤi:ə(ʊ)ˈθɜ:məl, αμερικ -oʊˈθɜ:r-] ΕΠΊΘ ΓΕΩΛ
- geothermal fluids
-
en·er·gy [ˈenəʤi, αμερικ ˈenɚ-] ΟΥΣ
1. energy no pl (vigour):
2. energy (totality of individual's power):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
geothermal energy [ˈʤiːəʊˌθɜːmlˈenəʤi] ΟΥΣ
energy, power supply
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.