στο λεξικό PONS
dor·mant [ˈdɔ:mənt, αμερικ ˈdɔ:r-] ΕΠΊΘ
1. dormant (inactive):
con·tri·bu·tion [ˌkɒntrɪˈbju:ʃən, αμερικ ˌkɑ:n-] ΟΥΣ
1. contribution:
2. contribution (regular payment):
3. contribution (advance, support, addition):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
dormant contribution ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
contribution ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- contribution (z. B. Sozialabgabe)
- Abgabe θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.