στο λεξικό PONS
cal·cu·la·tion [ˌkælkjəˈleɪʃən] ΟΥΣ
1. calculation ΟΙΚΟΝ, ΜΑΘ:
2. calculation no pl (in math):
3. calculation no pl μειωτ (selfish planning):
meth·od [ˈmeθəd] ΟΥΣ
1. method (way of doing sth):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
calculation method ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
interest rate calculation method ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.