στο λεξικό PONS
I. jum·bo [ˈʤʌmbəʊ, αμερικ -boʊ] ΕΠΊΘ προσδιορ
II. jum·bo [ˈʤʌmbəʊ, αμερικ -boʊ] ΟΥΣ οικ
- jumbo
-
- jumbo ΑΕΡΟ
- Jumbo αρσ <-s, -s> οικ
mum·bo jum·bo [ˌmʌmbəʊˈʤʌmbəʊ, αμερικ ˌmʌmboʊˈʤʌmboʊ] ΟΥΣ no pl οικ
- mumbo jumbo
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.