στο λεξικό PONS
Foucault cur·rent [ˌfu:kəʊˈkʌrənt, αμερικ ˌfu:ˈkoʊˌkʌr-] ΟΥΣ ΦΥΣ
I. cur·rent [ˈkʌrənt, αμερικ ˈkɜ:r-] ΕΠΊΘ
II. cur·rent [ˈkʌrənt, αμερικ ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. current (of air, water):
2. current ΗΛΕΚ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- fossil resource
- fossil word
- foster
- foster brother
- foster child
- Foucault current
- Foucault pendulum
- fought
- foul
- foulard
- foul ball