trouble-free [βρετ ˌtrʌb(ə)lˈfriː, αμερικ ˌtrəblˈfri] ΕΠΊΘ
I. dérouler [deʀule] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dérouler:
II. se dérouler ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. se dérouler (avoir lieu):
2. se dérouler (évoluer):
3. se dérouler (être déroulé):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.