Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 frankly [βρετ ˈfraŋkli, αμερικ ˈfræŋkli] ΕΠΊΡΡ
-  frankly
-  
 
  
 -  
-  frankly
-  
-  frankly
-  franchement parler, s'exprimer
-  openly, frankly
-  franchement dire
-  frankly
-  honnêtement répondre
-  frankly
στο λεξικό PONS
-  
-  frankly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
