Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
frantically [βρετ ˈfrantɪkli, αμερικ ˈfræn(t)ɪkli] ΕΠΊΡΡ
1. frantically (wildly):
- frantically wave, cheer
-
2. frantically (desperately):
- frantically struggle, search
-
- he was signalling frantically
-
- fiévreusement chercher, préparer
- frantically
- frénétiquement lutter
- frantically
- éperdument crier
- frantically
στο λεξικό PONS
- éperdument chercher
- frantically
- éperdument chercher
- frantically
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.