Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sincèrement [sɛ̃sɛʀmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. sincèrement (sans feindre):
-
- sincèrement
- earnestly hope, wish
- sincèrement
- ungrudgingly praise
-
-
- sincèrement
- honestly say
- sincèrement
στο λεξικό PONS
sincèrement [sɛ̃sɛʀmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
sincèrement [sɛ͂sɛʀmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.