Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


στο λεξικό PONS


sister [ˈsɪstəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. sister (woman, girl):
- sister
- sœur θηλ
3. sister βρετ, αυστραλ (nurse):
- sister
- infirmière θηλ
- Sister Jones
-
sister company ΟΥΣ
- sister company
-


I. sister [ˈsɪs·tər] ΟΥΣ
II. sister [ˈsɪs·tər] ΕΠΊΘ
sister city, university, school:
- sister company
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.