Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: τος , σος , κοκ , όρος , όλος , όσος , κουλ και κοπή

κοκ [kɔk] SUBST ουδ αμετάβλ

σος [sɔs] SUBST θηλ αμετάβλ

Sauce θηλ

τος (τη)

τος [tɔs, ti, tɔ] ΑΝΤΩΝ ονομ:

κοπή [kɔˈpi] SUBST θηλ

1. κοπή (με μαχαίρι ή ψαλίδι):

Schneiden ουδ

2. κοπή (δέντρου):

Fällen ουδ

3. κοπή (νομίσματος):

Prägen ουδ

κουλ [kul] ΕΠΊΘ αμετάβλ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский