Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλούσιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλούσι|ος <-α, -ο> [ˈplusiɔs] ΕΠΊΘ

1. πλούσιος (που έχει πλούτο, που έχει σε αφθονία):

πλούσιος σε
reich an +δοτ
πλούσιος σε βιταμίνες

2. πλούσιος (πολυτελής, ακριβός):

πλούσιος

3. πλούσιος (άφθονος):

πλούσιος

Παραδειγματικές φράσεις με πλούσιος

κάποτε ήταν πολύ πλούσιος
πλούσιος σε βιταμίνες
λογίζεται ικανός/πλούσιος/…
όσο πλούσιος και να είναι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский