Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ικανός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ικαν|ός <-ή, -ό> [ikaˈnɔs] ΕΠΊΘ

2. ικανός (σεξουαλικά):

ικανός

3. ικανός ΣΤΡΑΤ:

ικανός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский