Ελληνικά » Γερμανικά

όρος1 [ˈɔrɔs] SUBST ουδ

όρος2 [ˈɔrɔs] SUBST αρσ

3. όρος (ονομασία έννοιας):

όρος
Terminus αρσ
όρος
Begriff αρσ
ειδικός όρος
Fachbegriff αρσ
Hauptbegriff αρσ

ορός [ɔˈrɔs] SUBST αρσ ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский