Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοπή [kɔˈpi] SUBST θηλ

1. κοπή (με μαχαίρι ή ψαλίδι):

κοπή
Schneiden ουδ

2. κοπή (δέντρου):

κοπή
Fällen ουδ

3. κοπή (νομίσματος):

κοπή
Prägen ουδ

4. κοπή (για μπριγιάντι):

κοπή
Schliff αρσ
κοπή καπουσόν
κοπή μπριγιάν
κοπή ροζέτας
Rosenschliff αρσ
Emeraldcut αρσ
Tafelschliff αρσ
ψαλιδωτή κοπή

Παραδειγματικές φράσεις με κοπή

κοπή θηλ διαμαντιού
Emeraldcut αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский