Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοπιαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοπιαστικ|ός <-ή, -ό> [kɔpçastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

κοπιαστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский