Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοπελιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοπελιά [kɔpɛˈʎa] SUBST θηλ

1. κοπελιά (κοπέλα):

κοπελιά
junge Frau θηλ

2. κοπελιά (στη γλώσσα νέων: κορίτσι):

κοπελιά
Mädel ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский