Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοπανώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοπανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kɔpaˈnizɔ], κοπαν|ώ [kɔpaˈnɔ] <-άς, -ησα> VERB μεταβ

2. κοπανίζω (σε γουδί):

3. κοπανίζω (δέρνω):

6. κοπανίζω (μεθώ):

7. κοπανίζω (φλυαρώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский