Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσχημος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσχημ|ος [ˈasçimɔs], άσκημ|ος [ˈascimɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ s. auch

1. άσχημος (όχι ωραίος, όχι όμορφος):

άσχημος

2. άσχημος (όχι καλός):

άσχημος

4. άσχημος (αρρώστια: βαριά):

άσχημος

Βλέπε και: άσχημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский