Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασχημίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασχημίζω [asçiˈmizɔ], ασκημίζω [asciˈmizɔ]

ασχημίζω s. ασχημαίνω

Βλέπε και: ασχημαίνω

I . ασχημ|αίνω [asçiˈmɛnɔ], ασκημ|αίνω [asciˈmɛnɔ] <-υνα> VERB μεταβ (κάνω άσχημο)

II . ασχημ|αίνω [asçiˈmɛnɔ], ασκημ|αίνω [asciˈmɛnɔ] <-υνα> VERB αμετάβ

1. ασχημαίνω (γίνομαι από ωραίος άσχημος):

2. ασχημαίνω (γίνομαι από άσχημος ασχημότερος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский