Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασώματος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασώματ|ος <-η, -ο> [aˈsɔmatɔs] ΕΠΊΘ

1. ασώματος (χωρίς σώμα):

ασώματος

2. ασώματος (άυλος):

ασώματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский