Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασωτεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ασωτ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [asɔˈtɛvɔ] VERB αμετάβ (ζω άσωτα)

II . ασωτ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [asɔˈtɛvɔ] VERB μεταβ (σπαταλώ)

ασωτεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский