Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αταίριαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αταίριαστ|ος <-η, -ο> [aˈtɛri̯astɔs] ΕΠΊΘ

1. αταίριαστος (που δεν ταιριάζει το 'να με τ' άλλο):

αταίριαστος

2. αταίριαστος (ανάρμοστος: φέρσιμο):

αταίριαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский