Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άτακτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άτακτ|ος <-η, -ο> [ˈataktɔs] ΕΠΊΘ

1. άτακτος (που δε βρίσκεται σε τάξη):

άτακτος

2. άτακτος (σφυγμός):

άτακτος

3. άτακτος (ύπνος):

άτακτος

4. άτακτος (παιδί):

άτακτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский